ἀναχωνεύσῃ

ἀναχωνεύσῃ
ἀναχωνεύσηι , ἀναχώνευσις
melting down
fem dat sg (epic)
ἀναχωνεύω
smelt over again
aor subj mid 2nd sg
ἀναχωνεύω
smelt over again
aor subj act 3rd sg
ἀναχωνεύω
smelt over again
fut ind mid 2nd sg
ἀ̱ναχωνεύσῃ , ἀναχωνεύω
smelt over again
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱ναχωνεύσῃ , ἀναχωνεύω
smelt over again
futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἀναχωνεύω
smelt over again
aor subj mid 2nd sg
ἀναχωνεύω
smelt over again
aor subj act 3rd sg
ἀναχωνεύω
smelt over again
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αναχώνευση — η λιώσιμο των μετάλλων, ανασύνθεση: Δεν είχε γίνει καλή αναχώνευση των υλικών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναχώνευση — η (Α ἀναχώνευσις) 1. η εκ νέου χώνευση, τήξη μετάλλου 2. μεταβολή που δίνει νέα μορφή σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή …   Dictionary of Greek

  • ξαναχώνεμα — το [ξαναχωνεύω] η εκ νέου τήξη μετάλλου, αναχώνευση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”